- χαλυβδόκρανος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που φορεί χαλύβδινο κράνος2. (το αρσ. στον πληθ.) οι χαλυβδόκρανοιΓερμανοί εθνικιστές που συγχωνεύθηκαν το 1933 με τους εθνικοσοσιαλιστές, με τους ναζί.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + κράνος. Το -δ- τού τ. κατ' επίδραση τού μόλυβδος].
Dictionary of Greek. 2013.